Βρυξέλλες

Βρυξέλλες
οι
η πρωτεύουσα του Βελγίου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Βρυξέλλες — (γαλλ. Bruxelles, φλαμανδ. Brussel). Πόλη (959.318 κάτ. το 2000) και πρωτεύουσα του Βελγίου. Οι Β., σύμφωνα με την πρόσφατη (1995) διοικητική ανακατανομή του Βελγίου, αποτελούν αυτόνομη περιφέρεια της ομοσπονδίας της χώρας, αν και τυπικά ανήκουν… …   Dictionary of Greek

  • Μαμαλάκη, Ζερμαίν — (Βρυξέλλες 1924 –). Λογοτέχνης. Είναι αντιπρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας Λογοτεχνών και έλαβε μέρος σε πολλά συνέδρια ως εκπρόσωπος της Ελλάδας. Έγραψε μυθιστορήματα, ποιήματα, θεατρικά έργα και κριτικές. Σπουδαιότερα έργα της είναι τα Κατοχή… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Μπρίγκελ, Πίτερ — (Pieter Bruegel, Μπρέντα 1526 ή 1531 Βρυξέλλες 1569). Αποκαλείται πρεσβύτερος, για να διακρίνεται από έναν από τους γιους του, δευτερεύοντα ζωγράφο. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών. Νεώτατος μαθήτευσε στις Βρυξέλλες …   Dictionary of Greek

  • Βαν ντερ Βάιντεν, Ρότζερ — (Roger Van der Weyden, Τουρνέ περ. 1400 – Βρυξέλλες 1464). Φλαμανδός ζωγράφος. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ροζέ ντε λα Παστίρ (Roger de la Pasture), και το Β.ν.Β. είναι η μετάφραση στα φλαμανδικά. Γιος μαχαιροποιού, άρχισε να εργάζεται στη… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκό Συμβούλιο — Το κυριότερο όργανο λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Αποτελείται είτε από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων των κρατών μελών (διάσκεψη κορυφής) είτε από τους αρμόδιους υπουργούς για συγκεκριμένα θέματα. Κάθε χώρα ασκεί την… …   Dictionary of Greek

  • Ντεκρολί, Οβίντ — (Ovide Decroly, Ρενέ 1871 – Βρυξέλλες 1932). Βέλγος παιδαγωγός. Αφού σπούδασε ιατρική στις Βρυξέλλες, πήγε για ανώτερες σπουδές στο Παρίσι και στο Βερολίνο. Ενδιαφέρθηκε για τα προβλήματα των ανώμαλων παιδιών, και ίδρυσε (1901) για την εκπαίδευσή …   Dictionary of Greek

  • Βελγίου, Ιερά Μητρόπολη — Ιδρύθηκε το 1969 με ιδρυτικό πατριαρχικό και συνοδικό τόμο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, στη δικαιοδοσία του οποίου και υπάγεται. Αναγνωρίστηκε από το βελγικό κράτος με σχετικό νόμο του 1985, ενώ στο βασιλικό διάταγμα της 15ης …   Dictionary of Greek

  • Μαντσίνι — (Mancini). Επώνυμο οικογένειας ευγενών της γαλλικής αυλής με καταγωγή από τη Ρώμη, γνωστή κυρίως χάρη στις περίφημες πέντε αδελφές M., ανιψιές του καρδινάλιου Μαζαρέν. 1. Λάουρα (Laura, Ρώμη 1636 – Παρίσι 1657). Δούκισσα του Μερκέρ. Ήταν σύζυγος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”